- μοναδελφία
- μον-ᾰδελφία, ἡ,A possession of only one brother, Cat.Cod.Astr.6.70.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοναδελφία — η (Α μοναδελφία) [μονάδελφος] νεοελλ. βοτ. κατάσταση στην οποία βρίσκεται το άνθος τού μονάδελφου φυτού αρχ. η ύπαρξη ενός μόνο αδελφού … Dictionary of Greek
μοναδελφίας — μοναδελφίᾱς , μοναδελφία possession of only one brother fem acc pl μοναδελφίᾱς , μοναδελφία possession of only one brother fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδελφία — Συνένωση πολλών στημόνων των λουλουδιών με τα νήματά τους. Με τις λέξεις μοναδελφία, δυαδελφία και πολυαδελφία, επισημαίνουμε το είδος της συνένωσης των στημόνων. Η πρώτη αφορά τη συνένωση των στημόνων σε μία δέσμη, η δεύτερη σε δύο και η τρίτη… … Dictionary of Greek